στρατωνισμός

στρατωνισμός
ο размещение по казармам; расположение на постой, расквартирование

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "στρατωνισμός" в других словарях:

  • στρατωνισμός — ο, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρατωνίζω και στρατωνίζομαι, εξασφάλιση στέγης σε στρατεύματα, εγκατάσταση στρατιωτών σε στρατώνες 2. το σύνολο τών καταλυμάτων που χρησιμοποιούνται για τη διαμονή στρατεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατών(ας)… …   Dictionary of Greek

  • στρατωνισμός — ο εγκατάσταση σε στρατώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»